Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

 

ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ

Αναρτήθηκε στο Α πρόγραμμα Ο ΚΑΘΡΕΥΤΗΣ  του Χρήστου Μιχαηλίδη

 

      Για όλους μας υπάρχει μια δεκαετία που έχει χαραχθεί ανεξίτηλα μέσα μας. Μιλώ για δεκαετία ανεξάρτητη από τον πραγματικό τρέχοντα χρόνο. Λίγο μπρος λίγο πίσω, είναι η δεκαετία που ξεκινά από τα 13 και τελειώνει δέκα χρόνια αργότερα. Μιλώ για την δεκαετία των σήμερα εβδομηντάρηδων και βάλε.

      Τα παιχνίδια της γειτονιάς έχουν ξεχαστεί προ πολλού και ξεκινάνε οι λαχτάρες της Άνοιξης, συνήθως το Πάσχα που τα πράματα είναι πιο χαλαρά χωρίς το σχολείο και τους περιορισμούς των γονιών. Σίγουρα παίζει ρόλο και η Άνοιξη. Φουντώνανε μέσα μας τα ερωτικά σκιρτήματα, ένα βλέμμα μπορούσε να μας χαντακώσει  ή να μας σηκώσει ψηλά στον ουρανό και τα βράδια ο ύπνος αργούσε να έρθει στα κρεβάτια μας, αφού αναπλάθαμε μέσα μας τις ερωτικές επιθυμίες της μέρας, όπου τα όμορφα πράγματα μάς ταξιδεύανε  σε ονειρικούς χώρους και τα δυσάρεστα μας φέρνανε στην άκρη του κόσμου και στην σαφέστατη επιθυμία μας να αυτοκτονήσουμε την επόμενη μέρα.

       Όλα παίζανε ρόλο σ’αυτή την δεκαετία. Οι μουσικές, τα ρούχα που διαλέγαμε, το κρυφό και παράνομο αλκοόλ στα πάρτυ, τα διαβάσματα που τα φορτώναμε στον κόκορα, τα κρυφά τσιγάρα με απανωτές μαστίχες για να ξεβρομίσουμε, τα ασχημάτιστα πλην υπάρχοντα ακόμα όνειρα για το μέλλον μας, όλα. Κι όσο η δεκαετία κατάπινε τα χρόνια της, τόσο αρχίζανε και τα βάσανα (πλην γλυκύτατα όπως αργότερα θα αναπολούμε). Εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο κι έπειτα τα φοιτητικά χρόνια, όπου όλα τα πρώην ξεχνιόντουσαν μέσα στην θεόρατη μας λαχτάρα να γίνουμε σπουδαίοι και που την ψευδαίσθηση της προσωπικής μας δόξας και την αμετροέπειά μας την περιφέραμε σε ταβέρνες, (θεόρατη πλην εκ των υστέρων τώρα ανόητη), καθώς όλα αυτά μαζί και με την ερωτική μας εφηβεία θα έμπαιναν δυστυχώς σε πιο πραγματικές βάσεις.

 

 

      Άλλοι θα τρέχουνε σε διαδηλώσεις και πολιτικά δρώμενα κι άλλοι σε συναυλίες και σε γκαλερί. Ίδια ρυάκια που ψάχνουν και χωνεύονται στη γη για να καρπίσουν πότε πολιτική σκέψη πότε τέχνες και γράμματα.  Και δυστυχώς μετά τα 23 αρχίζουμε και σοβαρεύουμε προς όφελος του κοινωνικού κατεστημένου και σε βάρος των προϋπαρξάντων ονείρων μας.

      Υπάρχουν όμως και αρκετοί σ’αυτή την δεκαετία που δεν θα δοκιμάσουν τα δώρα αυτών όπου πιο πάνω αναφέραμε. Οι οικονομικές δυσκολίες και η φτώχια των γονιών τους θα τους αποκλείσουν  από τις παραπάνω πολυτέλειες. Οι σκέψεις μου αυτές τους ζητούν ταπεινά συγνώμη. Η ζωή ήταν, είναι και θα είναι πάντα άδικη.

       Όμως δεν θέλω να τελειώσω με στεναχώριες. Γι’αυτό θα προκαλέσω τη μνήμη όσων ζήσανε τα παραπάνω να κάτσουνε το βράδυ στο μπαλκόνι τους, καλοκαίρι που είναι και να ξαναθυμηθούνε εκείνα τα χρόνια που τους έζησαν

 Γιαγιάδες και παππούδες

Αναρτήθηκε Α πρόγραμμα Ο ΚΑΘΡΕΥΤΗΣ του Χρήστου Μιχαηλίδη

          Ο τίτλος που περιμένανε χρόνια ξεκινά  έξω από το μαιευτήριο όπου μαζί με τα παιδιά τους περιμένουνε το πρώτο τους εγγόνι. Κι επειδή τα προαιώνια κατάλοιπα στην ελληνική κοινωνία υπάρχουν ακόμα, ξεκινάει και η επιθυμία τους  αν θέλουνε αγόρι ή κορίτσι. Επιθυμίες ξεκάθαρα μοιρασμένες που όταν έρθουν στην επιφάνεια με την κατάλληλη ερώτηση, ο παππούς θέλει εγγόνι και η γιαγιά εγγόνα. Απόληξη όμως αυτών των επιθυμιών είναι μία. Να είναι γερό κι ό,τι θέλει ας είναι.

          Κι αφού περάσουν αυτές οι ευχάριστες αγωνίες των πρώτων  ημερών, της γιαγιάς περισσότερο, για τα ζιπουνάκια του βρέφους, τις πάνες και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να τις βάζουνε τις κρέμες του μωρού και πώς να σκεπάζεται καλύτερα με το κουβερτάκι του, που πολλές  φορές κάνουνε την κόρη της ή νύφη της ανάλογα να μουρμουρίζει με όχι και τόσο ευχάριστα γαλλικά μέσα της για τις επεμβάσεις της γιαγιάς, που ντε και καλά θέλει να γίνουνε τα πράγματα όπως αυτή μεγάλωσε τα δικά της παιδιά.

          Κι αφού περάσει ο πρώτος καιρός αρχίζουνε οι ευχάριστες αναμονές που με πρόσχημα τα κοινά τραπεζώματα θα έχουνε την ευκαιρία να χαρούνε τα εγγόνια τους. Κι όταν πια αυτά αρχίζουν να περπατούν, από κοντά και οι ευχάριστες λαχτάρες μην πέσει ή μην στραβοκαταπιεί, με δικό τους φταίξιμο. Κι όταν φτάσουν στην ηλικία να τρέχουν και να παίζουν μόνα τους και να τα χαίρονται στις πλατείες και τις παιδικές χαρές, όταν τους τα δίνουνε οι γονείς για να μείνουν επιτέλους για λίγο μόνοι τους χωρίς το ευχάριστο βάσανο της καθημερινότητας, ζούνε και πάλι μέσα στον τρόμο και την αγωνία μη τυχόν και πάθουνε τίποτα και ποιος τους σώζει από τις φωνές των παιδιών τους. Κι όταν έρθει η ώρα για τα βαφτίσια, κρυφή ελπίδα τους (Όπου μερικοί μάλιστα την δηλώνουν απροκάλυπτα) να ακούσουνε το όνομά τους από το στόμα του παπά. Είναι σημαντικό πράμα γι’αυτούς το όνομα να διατρέχει στο χρόνο γενιά παρά γενιά.

          Κι έπειτα να τα παγωτά, να τα γλειφιτζούρια, συνήθως εν αγνοία των γονιών, που άλλες εντολές έχουν από τους γιατρούς που άλλη δουλειά δεν κάνουνε παρά να τους φορτώνουνε εντολές κι ενοχές που απαιτεί η υγιεινή διατροφή. Κι αφού τα εγγόνια τους καβαλάνε μέχρι το σβέρκο όταν τους τα δίνουνε για να κάνουν οι γονείς τις δουλειές τους, όταν έρχονται να τα πάρουν, ένα αίσθημα ανακούφισης τους διακατέχει. Ένα λίγων ωρών όμως αίσθημα αφού αμέσως αρχίζει η ευχάριστη αναμονή της επόμενης ανάθεσης των εγγονών σ’αυτούς.

          Και κάτι τελευταίο που μου έτυχε σε μια δημόσια υπηρεσία. Αρειμάνιος ελληναράς υπάλληλος απευθυνόμενος σε υπερήλικα που περίμενε τη σειρά του να εξυπηρετηθεί, εσύ παππού τι θέλεις, του είπε για να πάρει της αποστομωτική του απάντηση. Παππούς είμαι για τα εγγόνια μου. Για σένα είμαι κύριος. Καλή σας μέρα.

 

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Αναρτήθηκε στο Α Πρόγραμμα Ο ΚΑΘΡΕΥΤΗΣ του Χρήστου Μιχαηλίδη 19.12.2023

      Τα Χριστούγεννα ήτανε πάντα μια σημαδιακή ημερομηνία για τα παιδικά μας χρόνια. Κι αυτό δεν είχε να κάνει με το αν περιμέναμε δώρα. Όχι. Περισσότερο ήταν μια αίσθηση γλυκιάς αναμονής που δεν ήξερες αν οφειλότανε στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, τις στολισμένες βιτρίνες και στα κάλαντα. Μάλλον όλα μαζί παίζανε το ρόλο τους για να μας κάνουν να τα περιμένουμε πολλές μέρες πριν.

      Οι δημοτικές μπάντες είχανε την ευκαιρία να ξεσκονίσουνε τα όργανά τους περιδιαβαίνοντας τους δρόμους της πόλης με το χάρτινο κουτί να μαζεύει οβολούς από μαγαζί σε μαγαζί για την βελτίωση της μουσικής απόδοσης της κινούμενης ορχήστρας και τα καρουζέλ ποιος ξέρει πού ήτανε χαμένα όλο τον καιρό να κάνουν την εμφάνισή τους στις πλατείες των μικρών πόλεων. Κι αν είμαστε τυχεροί και ρίξει κι ένα χιόνι το χριστουγεννιάτικο σκηνικό καθίσταται πλήρες στα μάτια και στις διαθέσεις μικρών και μεγάλων

      Στολισμένες βιτρίνες και ξενόφερτες μουσικές λες και χάθηκαν τα ελληνικά κάλαντα. Το πατροπαράδοτο καραβάκι σχεδόν βυθίστηκε οριστικά κάτω από τις φουρτούνες των ευρωπαικών μοτίβων.

      Αλλά και το γεγονός ότι σε λίγες μέρες ακολουθεί η πρωτοχρονιά επιτείνουν την προσμονή μέχρι τα έσχατα όριά της. Δεν ξέρω γιατί η ακολουθήσασα γιορτή των φώτων με γέμιζε με μία περίεργη θλίψη που όχι ότι οφειλόταν τόσο στο τέλος των γιορτινών ημερών αλλά μάλλον μου έμεινε κατάλοιπο από τα παιδικά μου χρόνια για το ότι θα ξεκινούσαν ξανά τα μαθήματα.

      Κι όλα αυτά βέβαια για την παιδική μας ηλικία.  Γιατί για τους μεγάλους όλα τα προηγούμενα είχαν σχεδόν χαθεί προ πολλού. Γι’αυτούς οι καθημερινές έγνοιες παίζανε τον πρώτο ρόλο και οι χριστουγεννιάτικες χαρές περιοριζότανε στα οικογενειακά τους τραπέζια όπου χαιρότανε φίλους, παιδιά και εγγόνια.

      Κατά έναν περίεργο τρόπο όμως αυτή η προσμονή έσβηνε την μέρα των Χριστουγέννων χωρίς να μπορώ να καταλάβω ακόμα το γιατί. Ίσως γιατί οι επιθυμίες είχαν μεγαλύτερη αξία από την πραγματοποίησή τους. Ίσως και γιατί οι αξίες όσο μεγαλώνουμε ξεφτίζουνε μέσα μας απότοκο κι αυτό του αδυσώπητου χρόνου που συσσωρεύεται πάνω μας.

      Όμως τώρα μ’αυτόν τον ιο που γύρισε τον κόσμο ανάποδα και με την βοήθεια μιας οικονομίας που πηγαίνει κατά διαόλου στη χώρα μας αλλά κι ακόμα και η κλιματική αλλαγή σ’ολον τον πλανήτη, σιγά σιγά τα φωτάκια στα σπίτια και στις αυλές έχουν αρχίσει να ελαττώνονται, δείγμα κι’αυτό της παραίτησης του κόσμου από τις μικροχαρές που μας μεγάλωσαν. Αλλά ας μην είμαστε απαισιόδοξοι. Ακόμα και τώρα πιστεύω πως όλοι μας ότι όταν πλησιάζουν οι μέρες για τα Χριστούγεννα νοιώθουμε μια γλυκιά προσμονή ξεχνώντας για λίγο τα δύσκολα.

      Τέλος, ευτυχώς που ακόμα οι Έλληνες δεν απέκτησαν την αμερικάνικη συνήθεια της γαλοπούλας και μείναμε στον κόκορα και την εγγονή μου, τριών χρονών, να λέει δηλαδή παππού τώρα δεν θα κοκορίζει ο κόκορας;

 ΑΥΠΝΙΕΣ

Αναρτήθηκε 27.6.2022 στο Α πρόγραμμα του Χρήστου Μιχαηλίδη

Συνήθως ξεκινά από απλήρωτα γραμμάτια, από πράγματα που έπρεπε να γίνουν σωστότερα  και δεν γίνανε  και  καταλήγει  να γίνεται  αυτοσκοπός  με μόνο στόχο τον ύπνο. Κι όσοι  καταραμένοι  του  είδους  ξαπλώνουνε  με  την  ελπίδα  να  κοιμηθούνε, σίγουρα  έχουνε χάσει το παιχνίδι.  Κι αρχίζουνε να μετράνε  πρόβατα,  να σκέφτονται παραλίες και νησιά και το λαχείο στην κλήρωση της Δευτέρας, ως που ο λεπτοδείχτης στο ρολόι του τοίχου,  τους επαναφέρει στο νυχτερινό τους μαρτύριο.

Ύστερα τα βάζουνε με τους ήχους της πόλης. Διαολοστέλνουν τα μηχανάκια που μαρσάρουνε και το κουνούπι που βουίζει στο αφτί τους. Θυμώνουνε που μια ολόκληρη πόλη κοιμάται και σφίγγουν τα βλέφαρά τους τόσο που πονάνε επειδή κι αυτά τα όνειρα σπρώχνονται μεταξύ τους πιο θα πρωτοβγεί, αφού είχανε την ατυχία να πέσουνε σε άυπνους και καταλήγουν φιλοσοφώντας ότι η αϋπνία, αυτή η αρρώστια της πολυτέλειας και η συνομωσία της εξάντλησης, τελικά είναι η εκδίκηση του ένοχου μυαλού των αθώων ανθρώπων. Ενίοτε οι άνθρωποι αυτοί μπερδεύουν τον ύπνο με την αϋπνία τους,  αφού κατά κάποιο τρόπο μπορούνε να καθορίζουν την πορεία των ονείρων τους κατά το δοκούν, έτσι ώστε να μην ξέρουνε το πρωί αν ονειρευόντουσαν ή αν αναθυμότανε τα παρελθόντα ή επιθυμούσαν τα μελλούμενα, κάνοντας τον ύπνο τους μια διαφάνεια.

Υπάρχει έπειτα και η  αϋπνία της επόμενης μέρας. Αυτή που τρέφεται από τον τρόμο των πράξεων που θα ακολουθήσουν την επόμενη μέρα. Την έχουνε οι ευθυνόφοβοι, οι τελειομανείς και οι ριψοκίνδυνοι. Αυτοί που συνδέουνε την επόμενη μέρα τους με την μεταφορά ευθυνών σε τρίτους, την καταξίωση των πράξεών τους ή με το φόβο της αποτυχίας, ανάλογα.  Όμως υπάρχουν κι αυτοί που περιφέρουν την αϋπνία τους ως κόρη οφθαλμού θέλοντας να αποδείξουνε την ηρωική ιδιαιτερότητά τους.

Η αϋπνία είναι ακόμα και μια ανίατη ασθένεια της ψυχής. Αυτής της απροσδιόριστης έννοιας που αποθηκεύουμε  όλα όσα μας αφορούν. Τελευταίες αφήνω τις αϋπνίες των ποιητών.  Αυτών που την έχουνε   σαν θείο δώρο και περιμένουνε τη νύχτα για να γεννήσουνε αυτά που τους παιδεύουνε τη μέρα.  Αυτών που νοιώθουνε τη νύστα σαν προδοσία απέναντι στα γεννήματα της αϋπνίας τους. Αυτών που η αϋπνία είναι ένα ταξίδι στις ενοχές ή στις επιθυμίες τους. Η αϋπνία είναι τελικά η μήτρα της λογοτεχνίας που περιμένει τις σκληρές ώρες της νύχτας να πει τα δικά της,


 Ηχητικό για τα Γεράματα

Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

Διαβάστηκε στην εκπομπή ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ του Α προγράμματος της ΕΡΤ του Χρήστου Μιχαηλίδη στις   11.6.2021


ΤΑ ΓΕΡΑΜΑΤΑ

     Έρχονται στα χρόνια που απευχόμαστε την ύπαρξή τους. Στην αρχή αντιμετωπίζονται με χιούμορ, γιατί ακόμα νομίζουμε ότι έχουμε καιρό και για την ανυπαρξία τους μας βεβαιώνουν το περίγυρό μας και φίλοι. Όμως με τον τρόπο που το βεβαιώνουν ενυπάρχει η αλήθεια του ερχομού τους.

     Εμφανίζονται συνήθως με την επιθυμία της ανάγνωσης των κηδειόχαρτων σε στύλους της ΔΕΗ και σε φθαρμένους τοίχους. Μια επιθυμία που συνοδεύεται από ένα αίσθημα στιγμιαίου καθησυχασμού που δεν είμαστε εμείς στη θέση του αποβιώσαντος.

     Συνήθως σου χτυπάνε την πόρτα μετά τα εβδομήντα πέντε ή μετά από μια ασθένεια και το νιώθεις  όταν οι γιατροί σε κοιτάνε μ’εκείνο το ψεύτικο χαρούμενο ύφος και σε διαβεβαιώνουν ότι είσαι καλά.

     Αποφεύγουνε τις κηδείες λες κι ο θάνατος είναι κολλητικός αλλά κατά βάθος φοβούνται ‘ότι έτσι τον πλησιάζουν.

     Χαίρονται ιδιαίτερα τα μεσημεριανά τραπέζια με παιδιά και εγγόνια φιλοσοφώντας  ενίοτε για τη συνέχεια των γενεών, αποφεύγοντας να σκεφτούν σε τι κόσμο θα μεγαλώσουνε έτσι πως καταντήσανε σήμερα τα πράματα.  Και κάθε γουλιά κρασί που πίνουνε σ’συτά τα τραπέζια δεν έχει να κάνει με τη βιασύνη της νιότης τους αλλά με την πλήρη συναίσθηση ότι η ζωή συνεχίζεται και παραμένει όμορφη.

     Αν έχουν την τύχη να έχουν καλούς απογόνους τότε μπορούν να ελπίζουν σε μια θέση στο μεσημεριανό τους τραπέζι. Αν όχι, τους περιμένουνε οι οίκοι ευγηρίας όπου η συχνότητα επισκέψεων των δικών τους είναι ευθέως ανάλογη με την αγάπη που νιώθουν γι΄αυτούς

     Και ξαφνικά τους πιάνει μια διάθεση να δούνε παλιές φωτογραφίες της νιότης τους. Ο παλιός και ως εκ τούτου αδυσώπητος χρόνος θα αρχίσει τότε δια των συνειρμών να τους βάζει πια σ’έναν άλλο κόσμο. Έναν κόσμο σαν γλυκό και δροσερό μαξιλάρι ευχάριστου ύπνου. Θα ξαναγυρνάνε στη στιγμή της φωτογράφησης, με πλήρη συνείδηση ότι εκείνη τη στιγμή παγιδεύεται το σώμα τους στην Ιστορία κι εξορκίζεται ο Θάνατος. Ακούνε μουσικές που τους συνόδευαν στα νιάτα τους και διαβάζουν παλιά γράμματα φίλων ή βλέπουν υλικό ιστορικών γεγονότων που μάζευαν στα αρχεία τους.

     Όλοι νιώσαμε κάποτε την απατηλή αντίληψη του χρόνου. Μιλάω για τους γεννημένους το 40  με 45, όπου στα δεκαπέντε περίπου χρόνιας μας αναρωτιόμασταν αν θα ζούσαμε ως το μυθικό τότε έτος 2000. Μας φαινότανε μια χρονολογία βουνό. Σήμερα χαμογελάμε με πονηριά όταν ξαναφέρνουμε στο νου μας εκείνες τις παλιές σκέψεις και χρόνο με το χρόνο τον καλοπιάνουμε μπας και μας ξεχάσει όσο περισσότερο γίνεται.

     Παλιά με έπιανε σχεδόν  μια αγανάκτηση για το ότι εγώ θα λείπω όταν όλοι οι άλλοι θα απολαμβάνανε τα μικροπράγματα της ζωής και την ευτυχία του να υπάρχουνε, όταν ξαφνικά έκανα μια μέρα την απλή, απλούστατη σκέψη  ότι μα και πριν γεννηθώ η ζωή υπήρχε κι όλοι την χαιρόντουσαν και κυλούσε γι’αυτούς παρόλο που εγώ ήμουν ανύπαρκτος. Ήτανε μια στιγμή λύτρωσης για μένα  Έκτοτε απολαμβάνω μια ζεστή σούπα, μια ηλιόλουστη μέρα του καλοκαιριού, τον καυγά των εγγονών μου και το στραβομουτσούνιασμα της γυναίκας μου που δεν έπλυνα καλά τα πιάτα, να φοράς γυαλιά μου λέει συνέχεια

     Τελικό συμπέρασμα, μην τα φοβάστε τα γηρατειά. Κι αυτά θα περάσουν όπως όλες οι παιδικές ασθένειες.  Άλλωστε το είπε κι Βάρναλης. Ένα πουφ ειν’η ζω

Διαβάστηκε στην εκπομπή ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ του Α προγράμματος της ΕΡΤ του Χρήστου Μιχαηλίδη στις   9.8.2022

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

          Συνήθως τριγυρνάνε σε μνημόσυνα και κηδείες λες κι έχουν μια σχέση υπερκόσμια μ’αυτού του είδους τις τελετές Δεν ζητιανεύουν ποτέ, δείγμα κι αυτό μιας περηφάνιας που την έχουνε χωρίς ούτε καν να την ξέρουνε.

          Πάντα κάτι σιγομουρμουρίζουν περπατώντας. Εκείνη την ώρα κανείς δεν υπάρχει γι’αυτούς, παρά μόνο η απόλυτη μοναξιά ενός ταραγμένου μυαλού που ταξιδεύει μόνο του σε τόπους ασχημάτιστους όπου η ηρεμία και η απόλυτη σιγή βασιλεύουν.

          Κάθε χωριό έχει τον τρελό του. Και αν δεν έχει βρίσκουνε τον πιο αλαφροΐσκιωτο και τον χρίζουνε τρελό για να έχουνε οι ελληναράδες των καφενείων κάπου να ξεσπάνε την απάνθρωπη διασκέδασή τους θέλοντας ντε και καλά να επιβεβαιώσουν ην νοητική τους υπεροχή, κοροϊδεύοντάς τον, χωρίς να ξέρουν ότι αυτοί οι ίδιοι είναι καταγέλαστοι που δυο γαϊδουριών άχερα δεν μπορούν να μοιράσουν οι ανόητοι. Ενίοτε αντί να τον δουλεύουνε, τους δουλεύει.

          Συνήθως υπάρχει και μια μάνα που διακριτικά στέκεται δίπλα του να τον περιμαζέψει όταν αγριεύουν τα πράματα με τους σκληροτράχηλους αυτούς λεβέντες. Κι όταν σπάνια θυμώνει βγάζει άναρθρες κραυγές με σπαραγμό λες κι απευθύνεται σε έναν δικό του και μόνο Θεό.

Μόνο αργά τη νύχτα κάθονται κάπου απόμερα κι ανατρέχουνε με το νου τους πράγματα που κανενός γνωστικού το μυαλό δεν μπορεί να συλλάβει. Είναι η ώρα που πρέπει να τους σεβόμαστε. Είναι η ώρα που θα θέλαμε κι εμείς για τον εαυτό μας, 

          Ο τρελός του χωριού δεν έχει καμία σχέση με τον τρελό της πόλης. Ο πρώτος καθορίζεται και επαυξάνεται από την παίγμωνα διάθεση των συγχωριανών του κι ο δεύτερος από τη συχνότητα των επικύψεών του στον ψυχίατρο. Άλλωστε ο τρελός του χωριού δεν έχει την πολυτέλεια της ιατρικής παρακολούθησης. Από τα πρώτα ακόμα δείγματα της τρέλας, οι γονείς του αφήνονται στη μοίρα τους βλέποντάς τον να μεγαλώνει μακριά από παρέες και ομαδικά παιχνίδια και σίγουρα αυτός είναι ο λόγος που τον αγαπούνε περισσότερο σεβόμενοι τον ιδιόμορφο ψυχισμό του.

 

Τέλος ο τρελός του χωριού αποτελεί για μας την πυξίδα της ηθικής μας και ως εκ τούτου τον οφειλόμενο σεβασμό μας προς αυτόν.